- προκαταμαντεύομαι
- προκατα-μαντεύομαι,A divine,
τὰ μέλλοντα D.S.37.19
;περί τινων ὅτι D.H.Rh.2.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ μέλλοντα D.S.37.19
;περί τινων ὅτι D.H.Rh.2.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταμαντεύομαι — Α προμαντεύω, προφητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταμαντεύομαι «προλέγω, προμαντεύω»] … Dictionary of Greek
προκαταμαντευόμενον — προκαταμαντεύομαι divine pres part mp masc acc sg προκαταμαντεύομαι divine pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταμαντευόμεναι — προκαταμαντεύομαι divine pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταμαντεύεσθαι — προκαταμαντεύομαι divine pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)